- διειργάσατο
- διεργάζομαιwork thoroughlyaor ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοικοφθορώ — κατοικοφθορῶ, έω (Α) φθείρω, προξενώ καταστροφή με τη συμπεριφορά και την πολιτική μου («οὐδέν διειργάσατο καὶ κατοικοφθόρησε τὴν πόλιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰκοφθορῶ «φθείρω, χάνω την περιουσία μου»] … Dictionary of Greek